- ξεσκαλίζω
- ξεσκαλίζω, ξεσκάλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] … Dictionary of Greek
ξεσκαλίζω — ξεσκάλισα, εξετάζω, ερευνώ πάλι, ανασκαλεύω, ανακινώ: Μην τα ξεσκαλίζεις και βρομούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση … Dictionary of Greek